- τρόχασμα
- τρόχ-ασμα, ατος, τό,A course, running, App.Anth.6.193 (pl.): also [suff] τροχ-ασμός, ὁ, Hippiatr.42 (pl.), Hsch. s.v. ὑπὸ δρόμον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρόχασμα — τὸ, ΝΑ [τροχάζω] αγώνας δρόμου … Dictionary of Greek
τροχάσμασιν — τρόχασμα course neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)